ενίπλειος

ενίπλειος
ἐνίπλειος, -ον και ἐνίπλειος, -η, -ον
επικ. τ. τοὺ ἔμπλεος*, έμπλεως*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνίπλειος — ἔμπλεος quite full of masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό …   Dictionary of Greek

  • ARGUS — I. ARGUS Arestoris fil. unde Arestorides Ovidio dicitur, Met. l. 1. v. 624. Donec Arestoride servandam tradidit Argo. Apollodorus, l. 2. de Argo, ὅν Α᾿σκληπιάδης μὲν Α᾿ρέςτορος λέγει υἱὸν, Φερεκύδης δὲ Ι᾿νάχου. Idem tamen alibi Agenoris filium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”